ανθελληνικός

ανθελληνικός
-ή, -ό
αυτός που έχει εχθρική διάθεση ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες: Σημειώθηκαν ανθελληνικές εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”